δεικνύντες

δεικνύντες
δείκνυμι
bring to light
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εναπολαμβάνω — ἐναπολαμβάνω (Α) 1. περιλαμβάνω μέσα σε κάτι, εγκλείω, περικλείω κάπου («καὶ δεικνύντες ώς ἰσχυρός ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῑς κλεψύδραις», Αριστοτ.) 2. παθ. συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι 3. αστρολ. εκμηδενίζω με αντίθετη επίδραση …   Dictionary of Greek

  • λινοτόμοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ τὰ λίνα διατέμνοντες καὶ ὑγιῆ δεικνύντες», δηλ. ταχυδακτυλουργοί, θαυματοποιοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + τόμος (< τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • προσαναπαύω — Α [ἀναπαύω] 1. ενεργώ έτσι ώστε να αναπαυθεί κανείς παρόμοια ή επί πλέον 2. (το μέσ. ή παθ.) προσαναπαύομαι α) αναπαύομαι ή κοιμάμαι κοντά σε κάποιον β) αναπαύομαι πάνω σε κάτι («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”